κλάσμα

κλάσμα
κλάσμα, ατος, τό (s. κλάω; Ps.-X., Cyn. 10, 5; Diod S 17, 13, 4; Plut., Tib. Gr. 19, 1; Vett. Val. 110, 31; 34; SIG2 588, 192; 196; Michel 833; PLond IV, 1431, 26; 36; 1435, 158; LXX; TestSol 5:13; ApcrEzk [Epiph 70, 8]; Jos., Ant. 10, 244) fragment, piece, crumb (cp. Artem. 4, 33 p. 224, 7 and Ezk 13:19 v.l. κλάσματα ἄρτων) of surplus pieces of bread Mt 14:20; 15:37; Mk 6:43; 8:8, 19f; Lk 9:17; J 6:12f. Of the pieces of bread at the Lord’s Supper D 9:3f (CMoule, JTS 6, ’55, 240–43).—DELG s.v. κλάω 1. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλάσμα — fragment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • κλάσμα — το, ατος ποσότητα που παρασταίνεται με δύο αριθμούς που γράφονται ο ένας κάτω από τον άλλο και χωρίζονται με μια οριζόντια γραμμή, από τους οποίους ο κάτω αριθμός δηλώνει σε πόσα ίσα μέρη διαιρέθηκε η ακέραιη μονάδα, ενώ ο πάνω δηλώνει πόσα από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυαδικό κλάσμα — Κάθε ρητός αριθμός Χ που παριστάνεται με:  όπου v ακέραιος ≥ 0 και m περιττός ακέραιος αριθμός. Το δ.κ. ονομάζεται και δυαδικός ρητός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • γαζόλιο — Κλάσμα που λαμβάνεται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτελαίων ή από τα έλαια των εγκαταστάσεων της πυρόλυσης, που κυμαίνεται μεταξύ των οριακών θερμοτήτων απόσταξης του πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Η περιοχή αυτή των θερμοκρασιών… …   Dictionary of Greek

  • κλασμάτων — κλάσμα fragment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσμασι — κλάσμα fragment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσμασιν — κλάσμα fragment neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσματα — κλάσμα fragment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσματι — κλάσμα fragment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάσματος — κλάσμα fragment neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”